Δείτε επίσης: Μανολία, Μανωλία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανόλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική magnolia (*μανιόλια) < γαλλική magnolia < Pierre Magnol (Πιέρ Μανόλ, Γάλλος βοτανολόγος)[1]

  Προφορά 1 επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈno.ʎa/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐νό‐λια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανόλια οι μανόλιες
      γενική της μανόλιας
    αιτιατική τη μανόλια τις μανόλιες
     κλητική μανόλια μανόλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
   

  Προφορά 2 επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈno.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐νό‐λι‐α
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανόλια οι μανόλιες
      γενική της μανόλιας των μανολιών
    αιτιατική τη μανόλια τις μανόλιες
     κλητική μανόλια μανόλιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μανόλια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανόλια θηλυκό

  • (φυτό) καλλωπιστικό δέντρο του γένους Magnolia· ορισμένα είδη είναι αειθαλή ενώ άλλα είναι φυλλοβόλα, αλλά τα περισσότερα έχουν μεγάλα άσπρα ή ροζ άνθη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία