μανόλια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μανόλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική magnolia (*μανιόλια) < γαλλική magnolia < Pierre Magnol (Πιέρ Μανόλ, Γάλλος βοτανολόγος)[1]
Προφορά 1 επεξεργασία
|
Προφορά 2 επεξεργασία
|
Ουσιαστικό επεξεργασία
μανόλια θηλυκό
- (φυτό) καλλωπιστικό δέντρο του γένους Magnolia· ορισμένα είδη είναι αειθαλή ενώ άλλα είναι φυλλοβόλα, αλλά τα περισσότερα έχουν μεγάλα άσπρα ή ροζ άνθη
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μανόλια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μανόλια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας