μανόλια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανόλια | οι | μανόλιες |
γενική | της | μανόλιας | — | |
αιτιατική | τη | μανόλια | τις | μανόλιες |
κλητική | μανόλια | μανόλιες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μανόλια < ιταλική magnolia < γαλλική magnolia < Pierre Magnol (Πιέρ Μανόλ, Γάλλος βοτανολόγος)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μανόλια θηλυκό
- (βοτανική) καλλωπιστικό δέντρο του γένους Magnolia· ορισμένα είδη είναι αειθαλή ενώ άλλα είναι φυλλοβόλα, αλλά τα περισσότερα έχουν μεγάλα άσπρα ή ροζ άνθη
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μανόλια στη Βικιπαίδεια