Δείτε επίσης: Λεύκα, λεύκη, λευκά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεύκα οι λεύκες
      γενική της λεύκας των λευκών
    αιτιατική τη λεύκα τις λεύκες
     κλητική λεύκα λεύκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια συστάδα από λεύκες Populus canadensis.

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεύκα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λεύκη[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈlef.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεύ‐κα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεύκα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία