λεύκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεύκα | οι | λεύκες |
γενική | της | λεύκας | των | λευκών |
αιτιατική | τη | λεύκα | τις | λεύκες |
κλητική | λεύκα | λεύκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεύκα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λεύκη[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlef.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λεύ‐κα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεύκα θηλυκό
- (δέντρο) φυλλοβόλο δένδρο, με ωοειδή φύλλα και λευκό κορμό που αναπτύσσει μεγάλο ύψος· τα άνθη της σχηματίζουν κρεμαστές ταξιανθίες ιούλων και οι καρποί τους καλύπτονται από λευκό χνούδι
- ※ στους λόφους του Βοσπόρου δεν υπάρχουν ελιές, ενώ τα κωνοφόρα είναι λιγοστά. Τους σκεπάζει ένα πυκνό χαλί από δέντρα όλων των ειδών. Βελανιδιές, καστανιές, συκιές, οξιές, λεύκες, μανόλιες, φτελιές, και φλαμουριές σκεπάζουν τους λόφους και τις κοιλάδες φτάνοντας μέχρι το νερό (Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, εκδ. Πατάκης, 2016)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Λεύκα (τοπωνύμιο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- λεύκα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεύκα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λεύκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας