λεύκα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεύκα | οι | λεύκες |
γενική | της | λεύκας | των | λευκών |
αιτιατική | τη | λεύκα | τις | λεύκες |
κλητική | λεύκα | λεύκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λεύκα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λεύκη < λευκός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈlef.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λεύ‐κα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Μια συστάδα από λεύκες Populus canadensis
λεύκα θηλυκό
- (βοτανική) φυλλοβόλο δένδρο, με ωοειδή φύλλα και λευκό κορμό που αναπτύσσει μεγάλο ύψος· τα άνθη της σχηματίζουν κρεμαστές ταξιανθίες ιούλων και οι καρποί τους καλύπτονται από λευκό χνούδι
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- Λεύκα (τοπωνύμιο)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- λεύκα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λεύκα
|