ίουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ίουλος | οι | ίουλοι |
γενική | του | ίουλου & ιούλου |
των | ίουλων & ιούλων |
αιτιατική | τον | ίουλο | τους | ίουλους & ιούλους |
κλητική | ίουλε | ίουλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ίουλος < αρχαία ελληνική ἴουλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαίουλος αρσενικό
- (λόγιο) το πρώτο χνούδι, οι πρώτες τρίχες στα νεανικά μάγουλα
- (βοτανική) ταξιανθία σε μορφή βότρυος
- (ζωολογία) είδος μυριάποδου (σαρανταποδαρούσας) της οικογένειας των ιουλιδών, της τάξης των ιουλοειδών
Μεταφράσεις
επεξεργασία βοτανική
|