ταξιανθία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταξιανθία θηλυκό
- (βοτανική) η διάταξη των ανθών ενός φυτού στα κλαδιά του, ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο φύονται στο βλαστό
- οι ταξιανθίες των φυτών χωρίζονται σε βοτρυοειδείς και κυματοειδείς
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταξιανθία