chaton
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- chaton < chat
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chaton | chatons |
chaton (fr) αρσενικό
- γατάκι
- (μεταφορικά) λέγεται χαϊδευτικά, « αγγελούδι »
- dors bien, mon chaton ! - όνειρα γλυκά, αγγελούδι μου!
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη chat