Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chat chats

chat (en)

  1. η κουβέντα
      We had a nice chat.
    Ωραία κουβέντα είχαμε.
     συνώνυμα: talk
  2. (πληροφορική) η ηλεκτρονική συνομιλία
ενεστώτας chat
γ΄ ενικό ενεστώτα chats
αόριστος chatted
παθητική μετοχή chatted
ενεργητική μετοχή chatting

chat (en)

  1. (αμετάβατο) κουβεντιάζω, μιλάω φιλικά σε κάποιον
      She stopped to chat a bit with a neighbor.
    Σταμάτησε να κουβεντιάσει λίγο μ' ένα γείτονα.
  2. (αμετάβατο) επικοινωνώ ηλεκτρονικά σε πραγματικό χρόνο

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chat chats

chat (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chat chats

chat (fr) αρσενικό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη causette