Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡ʃæt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chat chats

chat (en)

  1. η κουβέντα
    ⮡  We had a nice chat.
    Ωραία κουβέντα είχαμε.
     συνώνυμα: talk
  2. (πληροφορική) η ηλεκτρονική συνομιλία
ενεστώτας chat
γ΄ ενικό ενεστώτα chats
αόριστος chatted
παθητική μετοχή chatted
ενεργητική μετοχή chatting

chat (en)

  1. (αμετάβατο) κουβεντιάζω, μιλάω φιλικά σε κάποιον
    ⮡  She stopped to chat a bit with a neighbor.
    Σταμάτησε να κουβεντιάσει λίγο μ' ένα γείτονα.
  2. (αμετάβατο) επικοινωνώ ηλεκτρονικά σε πραγματικό χρόνο



  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
chat < (κληρονομημένο) μέση γαλλική chat < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική chat < (κληρονομημένο) υστερολατινική cattus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃa/
  un chat
ομόηχα: chas, shah

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chat chats

chat (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
chat < (άμεσο δάνειο) αγγλική chat

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡ʃat/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chat chats

chat (fr) αρσενικό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη causette