chat
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chat | chats |
chat (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | chat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chats |
αόριστος | chatted |
παθητική μετοχή | chatted |
ενεργητική μετοχή | chatting |
chat (en)
- (αμετάβατο) κουβεντιάζω, μιλάω φιλικά σε κάποιον
- ⮡ She stopped to chat a bit with a neighbor.
- Σταμάτησε να κουβεντιάσει λίγο μ' ένα γείτονα.
- ⮡ She stopped to chat a bit with a neighbor.
- (αμετάβατο) επικοινωνώ ηλεκτρονικά σε πραγματικό χρόνο
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- chat < (κληρονομημένο) μέση γαλλική chat < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική chat < (κληρονομημένο) υστερολατινική cattus
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chat | chats |
chat (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) η γάτα, ο γάτος (αδιακρίτως φύλου)
Συγγενικά
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- chat < (άμεσο δάνειο) αγγλική chat
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chat | chats |
chat (fr) αρσενικό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- Η επίσημη λέξη είναι causette (Γαλλία) ή clavardage (Κεμπέκ).
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη causette