γάτα
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γάτα | οι | γάτες |
γενική | της | γάτας | των | γατών |
αιτιατική | τη | γάτα | τις | γάτες |
κλητική | γάτα | γάτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γάτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γάτα
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣa.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γά‐τα
Ουσιαστικό Επεξεργασία
γάτα θηλυκό (αρσενικό γάτος)
- (θηλαστικό ζώο) κατοικίδιο τετράποδο θηλαστικό που ανήκει στην οικογένεια των Αιλουροειδών. Έχει ευλύγιστο σώμα, στρογγυλό κεφάλι, μακριά ουρά και γαμψά νύχια που εξυπηρετούν στην αναρρίχηση και τη σύλληψη του θηράματος
- (μεταφορικά) πολύ έξυπνος άνθρωπος
- (φυτό) φυτό του είδους Χαϋναλδία η χνοώδης (Uncaria tomentosa)
- (ψάρι) κοινή ονομασία ορισμένων ψαριών, τα γατόψαρα
Εκφράσεις Επεξεργασία
- γάτα με πέταλα: πολύ ικανός και επιδέξιος άνθρωπος
- όσο πατάει η γάτα: πολύ λίγο, ελάχιστα
- ούτε γάτα ούτε ζημιά: για παράπτωμα ή ζημιά που διορθώθηκε, υποκρύφθηκε ή δεν είχε συνέπειες
- σα βρεγμένη γάτα: με τέτοιο τρόπο που γίνεται κατανοητό ότι κάποιος έχει συνειδητοποιήσει κάποιο σφάλμα ή τις ευθύνες του
- σκίζω τη γάτα: επιβάλλομαι, παίρνω τον αέρα
- (τρώγονται) σαν το σκύλο με τη γάτα: για σχέση που διακρίνεται από συνεχείς και αλλεπάλληλους τσακωμούς
Επεξεργασία |
Επεξεργασία |
Επεξεργασία
Σύνθετα Επεξεργασία
- γατο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γατο- στο Βικιλεξικό
- γάτος & αντίστοιχα σύνθετα
και
Δείτε επίσης Επεξεργασία
- γάτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις Επεξεργασία
κατοικίδιο ζώο
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γάτα, λέξη του 11ου αιώνα < μεσαιωνική λατινική gatta < υστερολατινική catta / cattus [1]
- και μορφές κάτα / κάττα < ελληνιστική κοινή κάττα (τροπή κ > γ από συμπροφορά με το άρθρο στην αιτιατική όπως /tin ˈkata > tiŋˈɡata > ti ˈɣata/) [2]
Ουσιαστικό Επεξεργασία
γάτα θηλυκό (αρσενικό γάτος, γάτης ή κάτος)
- (θηλαστικό ζώο) άλλη μορφή του κάτα / κάττα
Άλλες γραφές Επεξεργασία
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη κάττα
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ γάτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Πηγές Επεξεργασία
- γάτα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].