γάτος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γάτος | οι | γάτοι |
γενική | του | γάτου | των | γάτων |
αιτιατική | τον | γάτο | τους | γάτους |
κλητική | γάτε | γάτοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γάτος < κάτ(τ)ος (για την τροπή [k] > [ɣ] δείτε γάτα) < μεσαιωνική λατινική cattus [1] Περισσότερα στο γάτα.
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γά‐τος
Ουσιαστικό 1 Επεξεργασία
γάτος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το αρσενικό της γάτας
Επεξεργασία
Σύνθετα Επεξεργασία
- λήγουν σε -γάτος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις Επεξεργασία
αρσενικός γάτος
Ουσιαστικό 2 Επεξεργασία
γάτος αρσενικό
- (ψάρι) είδος σκυλόψαρου
Επεξεργασία
- ↑ «γάτα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γάτος < κάτος με τροπή [k] > [ɣ] από συμπροφορά με το άρθρο στην αιτιατική (όπως το γάτα) ή απευθείας από τη (άμεσο δάνειο) βενετική gato
Ουσιαστικό Επεξεργασία
γάτος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) άλλη μορφή του κάτος
Άλλες γραφές Επεξεργασία
Επεξεργασία
Πηγές Επεξεργασία
- γάτος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].