σπιτόγατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπιτόγατος αρσενικό
- που δεν θέλει να βγαίνει από την κατοικία του, αλλά του αρέσει να περνάει το χρόνο του εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπιτόγατος