casanier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | casanier | casaniers |
θηλυκό | casanière | casanières |
casanier (fr)
- που του αρέσει να μένει στο σπίτι του, σπιτόγατος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | casanier | casaniers |
θηλυκό | casanière | casanières |
casanier (fr)