pot-au-feu
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pot-au-feu (fr) αρσενικό άκλιτο
- (γαστρονομία) το ποτ-ο-φε
Επίθετο επεξεργασία
pot-au-feu (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (παρωχημένο) (οικείο) που του αρέσει να μένει στο σπίτι του, σπιτόγατος
- ≈ συνώνυμα: casanier, pantouflard, popote, sédentaire
- ≠ αντώνυμα: ambulant, bohème, nomade