Ουσιαστικό

επεξεργασία

pot-au-feu (fr) αρσενικό άκλιτο

  Επίθετο

επεξεργασία

pot-au-feu (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (παρωχημένο) (οικείο) που του αρέσει να μένει στο σπίτι του, σπιτόγατος
     συνώνυμα: casanier, pantouflard, popote, sédentaire
     αντώνυμα: ambulant, bohème, nomade