Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ποτ ο φε

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποτ ο φε < (λόγιο δάνειο) γαλλική pot-au-feu

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποτ ο φε ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία