Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
popote popotes

popote (fr) θηλυκό

  1. το κοινό τραπέζι όπου τρώνε οι αξιωματικοί
     συνώνυμα: mess, cantine, gamelle
  2. η σούπα
  3. το μαγείρεμα, η ετοιμασία του φαγητού

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό popote popotes
θηλυκό popotee popotees

popote (fr)

  1. που του αρέσει να μένει στο σπίτι του, σπιτόγατος
     συνώνυμα: casanier, pantouflard, pot-au-feu, sédentaire
     αντώνυμα: ambulant, bohème, nomade