popote
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
popote | popotes |
popote (fr) θηλυκό
- το κοινό τραπέζι όπου τρώνε οι αξιωματικοί
- η σούπα
- το μαγείρεμα, η ετοιμασία του φαγητού
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | popote | popotes |
θηλυκό | popotee | popotees |
popote (fr)
- που του αρέσει να μένει στο σπίτι του, σπιτόγατος
- ≈ συνώνυμα: casanier, pantouflard, pot-au-feu, sédentaire
- ≠ αντώνυμα: ambulant, bohème, nomade