ενικός         πληθυντικός  
gamelle gamelles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gamelle (fr) θηλυκό

  1. η μεταλλική γαβάθα με καπάκι που χρησιμοποιείται στο κάμπινγκ, στις οικοδομές, στο στρατό και αλλού, η καραβάνα
  2. το περιεχόμενο αυτής της γαβάθας
  3. το κοινό τραπέζι των αξιωματικών ενός πλοίου
  4. (οικείο) η πτώση

Εκφράσεις

επεξεργασία