γαβάθα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαβάθα | οι | γαβάθες |
γενική | της | γαβάθας | των | γαβαθών |
αιτιατική | τη | γαβάθα | τις | γαβάθες |
κλητική | γαβάθα | γαβάθες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γαβάθα θηλυκό
- (κουζινικά) παραδοσιακό βαθύ ανοιχτό σκεύος για φαγητό μεγάλου σχήματος
- η ποσότητα υγρού ή φαγητού που χωράει σε ένα τέτοιο σκεύος
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γαβάθα
- ↑ γαβαθωτός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ 2,0 2,1 «Semitic origin has been assumed (E. Masson 1967: 75), which could also account for Lat. gabata. Alternatively, we may consider Pre-Greek origin (Fur.: 187 assumes that it is a Mediterranean loan).» Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.