Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαβαθωτός η γαβαθωτή το γαβαθωτό
      γενική του γαβαθωτού της γαβαθωτής του γαβαθωτού
    αιτιατική τον γαβαθωτό τη γαβαθωτή το γαβαθωτό
     κλητική γαβαθωτέ γαβαθωτή γαβαθωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαβαθωτοί οι γαβαθωτές τα γαβαθωτά
      γενική των γαβαθωτών των γαβαθωτών των γαβαθωτών
    αιτιατική τους γαβαθωτούς τις γαβαθωτές τα γαβαθωτά
     κλητική γαβαθωτοί γαβαθωτές γαβαθωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαβαθωτός < γαβάθα + -ωτός

  Επίθετο επεξεργασία

γαβαθωτός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία