Δείτε επίσης: -ωτος, ὠτός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ωτός η -ωτή το -ωτό
      γενική του -ωτού της -ωτής του -ωτού
    αιτιατική τον -ωτό τη(ν) -ωτή το -ωτό
     κλητική -ωτέ -ωτή -ωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ωτοί οι -ωτές τα -ωτά
      γενική των -ωτών των -ωτών των -ωτών
    αιτιατική τους -ωτούς τις -ωτές τα -ωτά
     κλητική -ωτοί -ωτές -ωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-ωτός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ωτός < -όω / -ῶ + -τός [1]
  • για τα ουσιαστικά: με επέκταση και σε θέματα χωρίς χαρακτήρα ω

  Επίθημα

επεξεργασία

-ωτός, -ωτή, -ωτό

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • -ωτος (αναβιβασμός τόνου σε σύνθετα με στηερητικό)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -ωτός -ωτή τὸ -ωτόν
      γενική τοῦ/τῆς -ωτοῦ τῆς -ωτῆς τοῦ -ωτοῦ
      δοτική τῷ/τῇ -ωτ τῇ -ωτ τῷ -ωτ
    αιτιατική τὸν/τὴν -ωτόν τὴν -ωτήν τὸ -ωτόν
     κλητική ! -ωτέ -ωτή -ωτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -ωτοί αἱ -ωταί τὰ -ωτᾰ́
      γενική τῶν -ωτῶν τῶν -ωτῶν τῶν -ωτῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς -ωτοῖς ταῖς -ωταῖς τοῖς -ωτοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς -ωτούς τὰς -ωτᾱ́ς τὰ -ωτᾰ́
     κλητική ! -ωτοί -ωταί -ωτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -ωτώ τὼ -ωτᾱ́ τὼ -ωτώ
      γεν-δοτ τοῖν -ωτοῖν τοῖν -ωταῖν τοῖν -ωτοῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'κολοβός' όπως «κολοβός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-ωτός < συνηρημένος τύπος -ῶ ρήμάτων σε πυλόω + -τός [1]

  Επίθημα

επεξεργασία

-ωτός, -ός/(-ή), -όν

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «-ωτός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.