βιδωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βιδωτός | η | βιδωτή | το | βιδωτό |
γενική | του | βιδωτού | της | βιδωτής | του | βιδωτού |
αιτιατική | τον | βιδωτό | τη | βιδωτή | το | βιδωτό |
κλητική | βιδωτέ | βιδωτή | βιδωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βιδωτοί | οι | βιδωτές | τα | βιδωτά |
γενική | των | βιδωτών | των | βιδωτών | των | βιδωτών |
αιτιατική | τους | βιδωτούς | τις | βιδωτές | τα | βιδωτά |
κλητική | βιδωτοί | βιδωτές | βιδωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.ðoˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐δω‐τός
Επίθετο
επεξεργασίαβιδωτός -ή -ό
- που βιδώνει.
- ο τύπος του λαμπτήρα ο οποίος στερεώνεται στο ντουί με βίδωμα.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ βιδωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας