↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιδωτός η βιδωτή το βιδωτό
      γενική του βιδωτού της βιδωτής του βιδωτού
    αιτιατική τον βιδωτό τη βιδωτή το βιδωτό
     κλητική βιδωτέ βιδωτή βιδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιδωτοί οι βιδωτές τα βιδωτά
      γενική των βιδωτών των βιδωτών των βιδωτών
    αιτιατική τους βιδωτούς τις βιδωτές τα βιδωτά
     κλητική βιδωτοί βιδωτές βιδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βιδωτός < βιδώ(νω) + -τός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vi.ðoˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐δω‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

βιδωτός -ή -ό

  1. που βιδώνει.
  2. ο τύπος του λαμπτήρα ο οποίος στερεώνεται στο ντουί με βίδωμα.

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία