στερεώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαστερεώνομαι, π.αόρ.: στερώθηκα, μτχ.π.π.: στερεωμένος, (ενεργ.: στερεώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος στερεώνω → δείτε και την κλίση
στερεώνομαι, π.αόρ.: στερώθηκα, μτχ.π.π.: στερεωμένος, (ενεργ.: στερεώνω)