Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στερεωμένος η στερεωμένη το στερεωμένο
      γενική του στερεωμένου της στερεωμένης του στερεωμένου
    αιτιατική τον στερεωμένο τη στερεωμένη το στερεωμένο
     κλητική στερεωμένε στερεωμένη στερεωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στερεωμένοι οι στερεωμένες τα στερεωμένα
      γενική των στερεωμένων των στερεωμένων των στερεωμένων
    αιτιατική τους στερεωμένους τις στερεωμένες τα στερεωμένα
     κλητική στερεωμένοι στερεωμένες στερεωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στερεωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου στερεώνω

  Μετοχή επεξεργασία

στερεωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία