Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αστερέωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αστερέωτ
ος
η
αστερέωτ
η
το
αστερέωτ
ο
γενική
του
αστερέωτ
ου
της
αστερέωτ
ης
του
αστερέωτ
ου
αιτιατική
τον
αστερέωτ
ο
την
αστερέωτ
η
το
αστερέωτ
ο
κλητική
αστερέωτ
ε
αστερέωτ
η
αστερέωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αστερέωτ
οι
οι
αστερέωτ
ες
τα
αστερέωτ
α
γενική
των
αστερέωτ
ων
των
αστερέωτ
ων
των
αστερέωτ
ων
αιτιατική
τους
αστερέωτ
ους
τις
αστερέωτ
ες
τα
αστερέωτ
α
κλητική
αστερέωτ
οι
αστερέωτ
ες
αστερέωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αστερέωτος
<
α-
+
στερεώνω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αστερέωτος
που δε
στερεώθηκε
ή δεν μπορεί να στερεωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
στερεωμένος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αστέριωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αστερέωτος