μπαγιονέτ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαγιονέτ < (λόγιο δάνειο) γαλλική baïonnette[1] < Bayonne (Μπαγιόν)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ba.ʝoˈnet/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐γιο‐νέτ
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαγιονέτ θηλυκό άκλιτο
- τύπος κουμπωτού λαμπτήρα που έχει στη βάση του δύο προεξοχές με τις οποίες στερεώνεται στο ντουί
- τύπος ντουί για τους παραπάνω λαμπτήρες, που αντί για σπείρωμα (βιδώματος) έχει δύο συμμετρικές πλευρικές εγκοπές σε σχήμα «Γ» όπου κουμπώνει (στερεώνεται) ο λαμπτήρας
Αντώνυμα επεξεργασία
- βιδωτός (λαμπτήρας)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μπαγιονέτ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας