↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαμπτήρας οι λαμπτήρες
      γενική του λαμπτήρα των λαμπτήρων
    αιτιατική τον λαμπτήρα τους λαμπτήρες
     κλητική λαμπτήρα λαμπτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμπτήρας < αρχαία ελληνική λαμπτήρ < λάμπω + -τήρ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lamˈti.ɾas/ & /lamˈpti.ɾas/
 
λαμπτήρας πυρακτώσεως

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαμπτήρας αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία