Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ampoule ampoules

ampoule (fr) θηλυκό

  1. ο λαμπτήρας
  2. η αμπούλα
  3. η καντήλα