γυαλί
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γυαλί | τα | γυαλιά |
γενική | του | γυαλιού | των | γυαλιών |
αιτιατική | το | γυαλί | τα | γυαλιά |
κλητική | γυαλί | γυαλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γυαλί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γυαλίν < ὑαλίν < ελληνιστική κοινή ὑάλιον < υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ὕαλος[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *uel- / *welH- (γυρίζω, στρέφω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γυαλί ουδέτερο
- στερεό, διάφανο ή ημιδιάφανο υλικό που παρασκευάζεται από λιωμένη άμμο και ένα μείγμα κυρίως από πυρίτιο, οξείδιο του ασβεστίου και νάτριο και χρησιμοποιείται για να κατασκευαστούν τζάμια, δοχεία, φιάλες, λαμπτήρες κ.λπ.
- (συνεκδοχικά) το ποτήρι
- ↪ ρίξε στο γυαλί φαρμάκι (λαϊκό τραγούδι)
- (συνεκδοχικά) η τηλεόραση
- ↪βγαίνω στο γυαλί
- (πληθυντικός) τα κομμάτια από γυαλί
- ↪ μαζεύω τα γυαλιά από το πάτωμα
- πληθυντικός: τα γυαλιά
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- βάζω τα γυαλιά (σε κάποιον)
- (τα κάνω) γυαλιά καρφιά
- θάλασσα γυαλί: πολύ ήρεμη θάλασσα, ακίνητη, χωρίς τον παραμικρό κυματισμό
- το έκανα γυαλί: το καθάρισα τόσο καλά ώστε να γυαλίζει, να είναι σαν καθρέφτης
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- γυαλί στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γυαλί
|
Επεξεργασία
- ↑ γυαλί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.