γυάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γυάλα | οι | γυάλες |
γενική | της | γυάλας | — | |
αιτιατική | τη | γυάλα | τις | γυάλες |
κλητική | γυάλα | γυάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γυάλα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγυάλα θηλυκό
- γυάλινο δοχείο σφαιρικού σχήματος, που συχνά χρησιμοποιείται ως μικρό ενυδρείο
- η γυάλινη σφαίρα που έχουν τα μέντιουμ
- (μεταφορικά) χώρος απόλυτα ασφαλής
- στη γυάλα μεγάλωσες;