μέντιουμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μέντιουμ < αγγλική medium < λατινική medium, ουδέτερο του medius < πρωτοϊταλική *meðios πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *médʰyos < *me-dʰi- < *me (με)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμέντιουμ ουδέτερο άκλιτο
- που υποτίθεται πως επικοινωνεί με το υπερπέραν και τα πνεύματα, που μεσολαβεί μεταξύ του υπερφυσικού και του αισθητού κόσμου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μέντιουμ στη Βικιπαίδεια