Ετυμολογία

επεξεργασία
μέντιουμ < αγγλική medium < λατινική medium, ουδέτερο του medius < πρωτοϊταλική *meðios πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *médʰyos < *me-dʰi- < *me (με)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μέντιουμ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία