Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερπέραν < ὑπερπέραν < ὑπέρ + πέραν < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική l'au-delà

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερπέραν ουδέτερο

  1. ο κόσμος που θεωρείται ότι υπάρχει μετά το τέλος της ζωής
  2. (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε θεωρείται ότι βρίσκεται πέρα από τον κόσμο που γνωρίζουμε

Σημειώσεις επεξεργασία

  • συναντάται μόνο στην ονομαστική και αιτιατική του ενικού (με την ίδια μορφή)

  Μεταφράσεις επεξεργασία