Δείτε επίσης: υδρείο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενυδρείο τα ενυδρεία
      γενική του ενυδρείου των ενυδρείων
    αιτιατική το ενυδρείο τα ενυδρεία
     κλητική ενυδρείο ενυδρεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
1. οικιακό ενυδρείο
 
2. ενυδρείο στο Μονακό

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενυδρείο < ένυδρ(ος) + -είο < (μεταφραστικό δάνειο) λατινική aquarium
Η λέξη μαρτυρείται από το 1897

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.niˈðɾi.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενυδρείο ουδέτερο

  1. δοχείο ή δεξαμενή με γυάλινα τοιχώματα, όπου διατηρούνται ψάρια και υδρόβιοι οργανισμοί
  2. κτήριο ή ίδρυμα στο οποίο διατηρούνται ψάρια και υδρόβιοι οργανισμοί ώς εκθέματα ή για επιστημονική έρευνα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία