Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυάλινος η γυάλινη το γυάλινο
      γενική του γυάλινου της γυάλινης του γυάλινου
    αιτιατική τον γυάλινο τη γυάλινη το γυάλινο
     κλητική γυάλινε γυάλινη γυάλινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυάλινοι οι γυάλινες τα γυάλινα
      γενική των γυάλινων των γυάλινων των γυάλινων
    αιτιατική τους γυάλινους τις γυάλινες τα γυάλινα
     κλητική γυάλινοι γυάλινες γυάλινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυάλινος < γυαλ(ί) + -ινος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈʝa.li.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυά‐λι‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

γυάλινος -η -ο

  1. που είναι φτιαγμένος από γυαλί
  2. (μεταφορικά) ανέκφραστος
    γυάλιν βλέμμα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία