glass
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
glass | glasses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαglass (en)
- (μη μετρήσιμο) το γυαλί, το τζάμι, γυάλινος
- ⮡ a limousine with windows made of shatterproof glass - λιμουζίνα με παράθυρα από άθραυστο γυαλί
- ⮡ He was running barefoot and stepped on glass.
- Έτρεχε ξυπόλυτος και πάτησε γυαλιά.
- ⮡ a cleaner which makes glass invisible - καθαριστικό που κάνει τα τζάμια αόρατα
- ⮡ glass vases - γυάλινα βάζα
- ⮡ I prefer the glass tumblers to the plastic ones.
- Προτιμώ τα γυάλινα ποτήρια από τα πλαστικά.
- το ποτήρι, δοχείο, συχνά γυάλινο, που χωράει στο χέρι και από το οποίο πίνει κανείς χυμό, κρασί ή άλλα υγρά
- ⮡ Anna wants a glass for water (=made for drinking water)./Anna wants a water glass.
- Η Άννα θέλει ένα ποτήρι του νερού.
- ⮡ Anna wants a glass for water (=made for drinking water)./Anna wants a water glass.
- το ποτήρι, η ποσότητα που χωράει στο παραπάνω δοχείο
- ⮡ Anna wants a glass of water.
- Η Άννα θέλει ένα ποτήρι νερό.
- ⮡ Nothing compares to a cold glass of water/a glass of cold water in the summer.
- Τίποτα δεν συγκρίνεται μ' ένα ποτήρι κρύο νερό το καλοκαίρι.
- ⮡ Anna wants a glass of water.
- (μόνο πληθυντικός) τα γυαλιά, τα τζάμια, ζευγάρι από ειδικούς φακούς που είναι προσαρμοσμένοι σε σκελετό και που χρησιμοποιούνται για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης ή απλώς για την προστασία των ματιών
- ⮡ I forgot my glasses.
- Ξέχασα τα γυαλιά μου.
- ⮡ Put your glasses on to see where you’re stepping, there’s grime down there.
- Βάλε τα τζάμια σου να βλέπεις πού πατάς, έχει βρομιές κάτω.
- ⮡ I forgot my glasses.
- (μη μετρήσιμο) το γυάλινο, ένα αντικείμενο από γυαλί
- ⮡ One of his eyes was glass.
- Το ένα του μάτι ήταν γυάλινο.
- ⮡ One of his eyes was glass.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαglass (sv)