παγωτό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παγωτό | τα | παγωτά |
γενική | του | παγωτού | των | παγωτών |
αιτιατική | το | παγωτό | τα | παγωτά |
κλητική | παγωτό | παγωτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παγωτό < πάγ(ος) + -ωτό (ουδέτερο της κατάληξης -ωτός), μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική gelato[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɣoˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐γω‐τό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαγωτό ουδέτερο
- (γλυκό) παρασκεύασμα της ζαχαροπλαστικής, που φτιάχνεται με βάση το γάλα και τρώγεται παγωμένο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πάγος
Υπώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παγωτό
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παγωτό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας