Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυλάκι τα ξυλάκια
      γενική
    αιτιατική το ξυλάκι τα ξυλάκια
     κλητική ξυλάκι ξυλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ξυλάκια για φαγητό
 
ξυλάκι με επικάλυψη σοκολάτας

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυλάκι < ξύλο + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξυλάκι ουδέτερο

  1. (σπάνιο) υποκοριστικό του: ξύλο
    ταυτόσημα: ξυλαράκι
  2. (γενικότερα) αντικείμενο από μικρό κομμάτι ξύλο, μακρόστενο, για διάφορες χρήσεις όπως:
    • για σουβλάκι
    • για βιομηχανοποιημένο τύπου παγωτό που έχει στην άκρη ένα ξυλάκι όπως το γλυφειτζούρι
    • για κατανάλωση τροφών αντί για πιρούνι και μαχαίρι (αυτό απαιτεί δύο ξυλάκια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία