ξυλαράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυλαράκι | τα | ξυλαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ξυλαράκι | τα | ξυλαράκια |
κλητική | ξυλαράκι | ξυλαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξυλαράκι < ξύλο + υποκοριστικό επίθημα -αράκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξυλαράκι ουδέτερο (και ξυλάκι)
- υποκοριστικό του ξύλο
Σημειώσεις
επεξεργασία- η χρήση του σε τυποποιημένα αντικείμενα όπως τα ξυλάκια για το παγωτό ή την κατανάλωση τροφής ή τα τυποποιημένα αντικείμενα παιχνιδιών είναι αδόκιμη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξύλο
ξυλαράκι
|