bâtonnet
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bâtonnet < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική bastonet. Μορφολογικά αναλύεται σε bâton -n- + + υποκοριστικό επίθημα -et
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: μπατονέτα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbâtonnet (fr)
- (υποκοριστικό) το μπαστουνάκι
- η μπατονέτα
- το ξυλάκι