μπαστουνάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαστουνάκι | τα | μπαστουνάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπαστουνάκι | τα | μπαστουνάκια |
κλητική | μπαστουνάκι | μπαστουνάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαστουνάκι < υποκοριστικό του μπαστούνι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαστουνάκι ουδέτερο
- μικρό μπαστούνι
- τρόφιμα (συνήθως μπαχαρικά ή αρωματικά) σε μορφή μπαστουνιού (μπαστουνάκι κανέλας, μπαστουνάκι βανίλιας, κλπ)