βανίλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βανίλια | οι | βανίλιες |
γενική | της | βανίλιας | — | |
αιτιατική | τη | βανίλια | τις | βανίλιες |
κλητική | βανίλια | βανίλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβανίλια θηλυκό
- (φυτό) είδος αρωματικού φυτού
- (φρούτο) ο καρπός του παραπάνω φυτού
- (γλυκό) γλυκό του κουταλιού με την ίδια γεύση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- βανίλια στη Βικιπαίδεια