vanilla
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η βανίλια
- ⮡ two vanilla ice creams - δυο παγωτά βανίλια
- ⮡ Macedonian halva with vanilla - μακεδονικός χαλβάς με βανίλια
Επίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | vanilla |
συγκριτικός | more vanilla |
υπερθετικός | most vanilla |
vanilla (en)
- (πληροφορική) ο κανονικός, ο απλός, ο βασικός, που δεν έχει υποστεί τροποποιήσεις
- (γλώσσες προγραμματισμού) που χρησιμοποιεί τις κανονικές εντολές μιας γλώσσας προγραμματισμού και όχι κάποια βοηθητική βιβλιοθήκη (library) ή πλαίσιο (framework)
- ⮡ vanilla JavaScript, vanilla kernel
- ※ One of the most significant disadvantages of the vanilla script is client-side security since we all know that the code of JavaScript is viewable at the client-side. (JavaScript tutorial)[1]
- Ένα από τα πιο σημαντικά μειονεκτήματα μιας vanilla δέσμης εντολών είναι η ασφάλεια από την πλευρά του πελάτη, καθώς όλοι γνωρίζουμε ότι ο κώδικας της JavaScript είναι ορατός στην πλευρά του πελάτη.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (πληροφορική) Vanilla software στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ (αγγλικά) What is Vanilla JavaScript?. Πρόσβαση 2021-01-04.