library
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
library | libraries |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlibrary (en)
- βιβλιοθήκη
- (πληροφορική) βιβλιοθήκη, συλλογή έτοιμου επαναχρησιμοποιήσιμου κώδικα (υποπρογραμμάτα, συναρτήσεις, κλπ.)
- ※ It is up to the developers to choose the tools and libraries they want to use. (Flask framework) [1]
- «Εναπόκειται στoυς προγραμματιστές να επιλέξουν τα εργαλεία και τις βιβλιοθήκες που θέλουν να χρησιμοποιήσουν.»
- υπερώνυμα: module
- υπώνυμα: standard lib
- ※ It is up to the developers to choose the tools and libraries they want to use. (Flask framework) [1]