IDE
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- IDE < Integrated Development Environment
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΣυντομομορφήΕπεξεργασία
IDE (en) αρκτικόλεξο
- (πληροφορική) ολοκληρωμένο περιβάλλον ανάπτυξης
- ↪ Coding without an IDE is tedious for non-trivial applications.
- Ο προγραμματισμός χωρίς ένα ολοκληρωμένο περιβάλλον ανάπτυξης είναι κουραστική για μη ασήμαντες εφαρμογές.
- ↪ Coding without an IDE is tedious for non-trivial applications.
ΥπερώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- IDE στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- IDE < Integrated Drive Electronics
ΣυντομομορφήΕπεξεργασία
IDE (en)
- (πληροφορική) συντομογραφία του Integrated Drive Electronics: συνώνυμο του Advanced Technology Attachment (ATA)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- Advanced Technology Attachment (ATA)
- Advanced Technology Attachment Packet Interface (ATAPI)
- Enhanced IDE (EIDE)
- parallel ATA (PATA)
ΥπερώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- IDE στη Βικιπαίδεια
- IDE στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- IDE < Investissement Direct à l'Étranger («άμεση ξένη επένδυση»)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΣυντομομορφήΕπεξεργασία
IDE (fr) άκλιτο
- ο έλεγχος ή η ιδιοκτησία περιουσιακών στοιχείων σε αλλοδαπή χώρα