Δείτε επίσης: Bus

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bus buses

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /bʌs/
 
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

bus (en)

  1. (μέσο μεταφορών) το λεωφορείο
  2. (πληροφορική) δίαυλος για μεγάλους υπολογιστές (mainframes) ή αρτηρία για μικρούς [1]
    A bus carries information about computer addresses, data and control
    Ένας δίαυλος μεταφέρει πληροφορίες σχετικά με τις διευθύνσεις μνήμης, τα δεδομένα και τον έλεγχο του υπολογιστή (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)

Έντονο κείμενο#: υπώνυμα: ATA/PATA, NVMe, PCI/PCIe, SATA/eSATA

  1. (δίκτυο υπολογιστών) αρτηρία [2]

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

μέσο μεταφοράς:

πληροφορική:

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας bus
γ΄ ενικό ενεστώτα buses, busses
αόριστος bused, bussed
παθητική μετοχή bused, bussed
ενεργητική μετοχή busing, bussing

bus (en)

  1. ανεβαίνω σε λεωφορείο
  2. ανεβάζω κάτι σε λεωφορείο
  3. μετακινούμαι με λεωφορείο
  4. καθαρίζω τραπέζι από ψίχουλα και άλλα απομεινάρια φαγητού (και ως επαγγελματική απασχόληση)

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • bus στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. Είσοδος/έξοδος (Ι/Ο) και η χρησιμότητά της, τμήμα Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών του ΕΚΠΑ. Πρόσβαση 24/10/2019
  2. από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
bus bus

bus (fr) αρσενικό