bus
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bus | buses |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
bus (en)
- (μέσο μεταφορών) το λεωφορείο
- (πληροφορική) δίαυλος για μεγάλους υπολογιστές (mainframes) ή αρτηρία για μικρούς [1]
Έντονο κείμενο#: υπώνυμα: ATA/PATA, NVMe, PCI/PCIe, SATA/eSATA
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
μέσο μεταφοράς: |
πληροφορική: |
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | bus |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buses, busses |
αόριστος | bused, bussed |
παθητική μετοχή | bused, bussed |
ενεργητική μετοχή | busing, bussing |
bus (en)
- ανεβαίνω σε λεωφορείο
- ανεβάζω κάτι σε λεωφορείο
- μετακινούμαι με λεωφορείο
- καθαρίζω τραπέζι από ψίχουλα και άλλα απομεινάρια φαγητού (και ως επαγγελματική απασχόληση)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- bus στην αγγλική Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
- ↑ Είσοδος/έξοδος (Ι/Ο) και η χρησιμότητά της, τμήμα Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών του ΕΚΠΑ. Πρόσβαση 24/10/2019
- ↑ από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bus | bus |
bus (fr) αρσενικό