bus
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bus | buses |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbus (en)
- (μέσο μεταφορών) το λεωφορείο, λεωφορειακός
- ⮡ I am going by bus.
- Πάω με λεωφορείο.
- ⮡ I’ll leave with the seven o'clock bus.
- Θα φύγω με το λεωφορείο των επτά.
- ⮡ Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.
- Η κάθε νέα στάση του μετρό που προστίθεται στο συγκοινωνιακό σύστημα δεν συνοδεύεται απαραίτητα από αλλαγές στις λεωφορειακές γραμμές.
- ⮡ I am going by bus.
- (πληροφορική) δίαυλος για μεγάλους υπολογιστές (mainframes) ή αρτηρία για μικρούς [1]
Έντονο κείμενο#: υπώνυμα: ATA/PATA, NVMe, PCI/PCIe, SATA/eSATA
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
μέσο μεταφοράς: |
πληροφορική: |
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | bus |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buses, busses |
αόριστος | bused, bussed |
παθητική μετοχή | bused, bussed |
ενεργητική μετοχή | busing, bussing |
bus (en)
- ανεβαίνω σε λεωφορείο
- ανεβάζω κάτι σε λεωφορείο
- μετακινούμαι με λεωφορείο
- καθαρίζω τραπέζι από ψίχουλα και άλλα απομεινάρια φαγητού (και ως επαγγελματική απασχόληση)
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Bus (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Είσοδος/έξοδος (Ι/Ο) και η χρησιμότητά της, τμήμα Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών του ΕΚΠΑ. Πρόσβαση 24/10/2019
- ↑ από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
bus | bus |
bus (fr) αρσενικό