PCI
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- PCI < Peripheral Component Interconnect
Συντομομορφή
επεξεργασίαPCI (en) αρκτικόλεξο
- (πληροφορική) ακρωνύμιο του peripheral component interconnect (διασύνδεση περιφερειακών εξαρτημάτων) [1]: τύπος υποδοχής επέκτασης σε μητρική κάρτα (motherboard) προσωπικού υπολογιστή (PC)
Συγγενικά
επεξεργασία- (νεώτερη εκδοχή) PCI Express (PCIe)
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- PCI στη Βικιπαίδεια
- PCI στην αγγλική Βικιπαίδεια (σελίδα αποσαφήνισης)
- Peripheral Component Interconnect στην αγγλική Βικιπαίδεια
- PCI, εικόνες στα Wikimedia Commons
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «διασύνδεση περιφερειακών εξαρτημάτων» από αναζήτηση «peripheral component interconnect» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαPCI (it) αρκτικόλεξο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- PCI στην ιταλική Βικιπαίδεια (σελίδα αποσαφήνισης)
- Partito Comunista Italiano στην ιταλική Βικιπαίδεια