προσωπικός υπολογιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσωπικός υπολογιστής < → δείτε τις λέξεις προσωπικός και υπολογιστής, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική personal computer
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
προσωπικός υπολογιστής
- (πληροφορική) ηλεκτρονικός υπολογιστής, γενικής χρήσης, προσιτός σε κόστος, μικρός σε μέγεθος, απλός στη χρήση όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένο σκοπό
- συντομογραφία (στην αγγλική): PC, πληθυντικός: PCs
Υπώνυμα επεξεργασία
- επιτραπέζιος (desktop / nettop)
- υπολογιστής χειρός (tablet)
- φορητός (laptop / notebook / netbook)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- προσωπικός υπολογιστής στη Βικιπαίδεια
- personal computers, εικόνες στα Wikimedia Commons
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσωπικός υπολογιστής