μητρική κάρτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
μητρική κάρτα θηλυκό
- (πληροφορική) το κεντρικό και βασικό ηλεκτρονικό κύκλωμα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, όπου εκτώς των άλλων υπάρχει η κεντρική μονάδα επεξεργασίας και η κεντρική μνήμη [1]
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μητρική κάρτα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ (αγγλικά) Motherboard. Πρόσβαση 2021-05-05.