ηλεκτρονικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ηλεκτρονικός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ηλεκτρονικός
- σχετικός με την ηλεκτρονική
- (τεχνολογία) ηλεκτρονική, αποκαλείται συσκευή που είναι κατασκευασμένη από ηλεκτρονικά στοιχεία (εξαρτήματα)
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ηλεκτρονικός
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ηλεκτρονικός < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ηλεκτρονικός αρσενικό
- τεχνίτης της ηλεκτρονικής
- (τεχνολογία) (επάγγελμα) το πρόσωπο που σχεδιάζει, κατασκευάζει και συντηρεί ηλεκτρονικές συσκευές
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
- αγγλικά: electronics technician