Ετυμολογία 1

επεξεργασία

ηλεκτρονικά < ηλεκτρονικ(ός) +

Επίρρημα

επεξεργασία

ηλεκτρονικά

  1. με ηλεκτρονικό τρόπο
  2. χρησιμοποιώντας υπολογιστή και συχνά το διαδίκτυο
    φέτος θα υποβάλλω τη φορολογική μου δήλωση ηλεκτρονικά

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηλεκτρονικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία


Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία