Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ηλεκτρονικά < ηλεκτρονικ(ός) +

  Επίρρημα επεξεργασία

ηλεκτρονικά

  1. με ηλεκτρονικό τρόπο
  2. χρησιμοποιώντας υπολογιστή και συχνά το διαδίκτυο
    φέτος θα υποβάλλω τη φορολογική μου δήλωση ηλεκτρονικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ηλεκτρονικά < (ουσιαστικοποιημένο) ηλεκτρονικά (παιχνίδια)
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ηλεκτρονικά
      γενική των ηλεκτρονικών
    αιτιατική τα ηλεκτρονικά
     κλητική ηλεκτρονικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλεκτρονικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ηλεκτρονικά ουδέτερο