ηλεκτρονικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαηλεκτρονικά < ηλεκτρονικ(ός) + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαηλεκτρονικά
- με ηλεκτρονικό τρόπο
- χρησιμοποιώντας υπολογιστή και συχνά το διαδίκτυο
- φέτος θα υποβάλλω τη φορολογική μου δήλωση ηλεκτρονικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτρονικά
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- ηλεκτρονικά < (ουσιαστικοποιημένο) ηλεκτρονικά (παιχνίδια)
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ηλεκτρονικά | ||
γενική | των | ηλεκτρονικών | ||
αιτιατική | τα | ηλεκτρονικά | ||
κλητική | ηλεκτρονικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηλεκτρονικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- κατάστημα αναψυχής που διαθέτει μεγάλες κονσόλες ηλεκτρονικών παιχνιδιών
- ※ Τη δεκαετία του '80 δεν υπήρχε internet και internet café. Οι υπολογιστές ήταν πανάκριβοι, όπως και οι κονσόλες παιχνιδιών. Τα μοναδικά μέρη, που μπορούσαν οι έφηβοι να διασκεδάσουν με παιχνίδια «προηγμένης τεχνολογίας», ήταν τα αποκαλούμενα «ουφάδικα», ή «ηλεκτρονικά». Μικρά μαγαζιά, γεμάτα με τεράστια κουτιά, στα οποία έριχνες τάλιρο ή δεκάρικο και έπαιζες Pacman, Space Invaders, Bubble Bobble, Tetris, Puzzle Bubble, Arkanoid, Phoenix, 1942, Nibbler (φιδάκι), κ.ά.
- «Pacman, Tetris, Arcanoid και άλλα παιχνίδια που μας “έτρωγαν» τα δεκάρικα”. Οι ξερόλες, οι τζαμπατζήδες και οι άλλες “φυλές” που σύχναζαν στα “ουφάδικα” …», ιστότοπος Μηχανή του Χρόνου - Cyprus Edition· πρόσβαση: 2021-10-01.
- ≈ συνώνυμα: ουφάδικο
- ※ Τη δεκαετία του '80 δεν υπήρχε internet και internet café. Οι υπολογιστές ήταν πανάκριβοι, όπως και οι κονσόλες παιχνιδιών. Τα μοναδικά μέρη, που μπορούσαν οι έφηβοι να διασκεδάσουν με παιχνίδια «προηγμένης τεχνολογίας», ήταν τα αποκαλούμενα «ουφάδικα», ή «ηλεκτρονικά». Μικρά μαγαζιά, γεμάτα με τεράστια κουτιά, στα οποία έριχνες τάλιρο ή δεκάρικο και έπαιζες Pacman, Space Invaders, Bubble Bobble, Tetris, Puzzle Bubble, Arkanoid, Phoenix, 1942, Nibbler (φιδάκι), κ.ά.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτρονικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαηλεκτρονικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ηλεκτρονικό) του ηλεκτρονικός