↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζαμπατζής οι τζαμπατζήδες
      γενική του τζαμπατζή των τζαμπατζήδων
    αιτιατική τον τζαμπατζή τους τζαμπατζήδες
     κλητική τζαμπατζή τζαμπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τζαμπατζής < τουρκική cabacι < caba (ελεύθερος) < οθωμανική τουρκική جابا < αραβική جبى (jabā)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /d͡za.baˈd͡zis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τζαμπατζής αρσενικό (θηλυκό τζαμπατζού)

  1. (μειωτικό) που συστηματικά προσπαθεί να αποκτήσει ή να απολαύσει κάτι δωρεάν, τζάμπα, χωρίς να πληρώσει
    • (ειδικότερα) που παρακολουθεί μια παράσταση, συναυλία χωρίς να έχει πληρώσει εισιτήριο, αλλά με πρόσκληση ή συνοδεύοντας κάποιον
  2. (μειωτικό) που προτιμάει φτηνιάρικα πράγματα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία