λαθραναγνώστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαθραναγνώστης < λαθρ- + αναγνώστης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαθραναγνώστης αρσενικό, λαθραναγνώστρια θηλυκό
- αυτός που διαβάζει ένα έντυπο χωρίς να το έχει αγοράσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαθραναγνώστης
|