Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαθραναγνώστης οι λαθραναγνώστες
      γενική του λαθραναγνώστη των λαθραναγνωστών
    αιτιατική τον λαθραναγνώστη τους λαθραναγνώστες
     κλητική λαθραναγνώστη λαθραναγνώστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαθραναγνώστης < λαθρ- + αναγνώστης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαθραναγνώστης αρσενικό, λαθραναγνώστρια θηλυκό

  • αυτός που διαβάζει ένα έντυπο χωρίς να το έχει αγοράσει

  Μεταφράσεις επεξεργασία