↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαθρεπιβάτης οι λαθρεπιβάτες
      γενική του λαθρεπιβάτη των λαθρεπιβατών
    αιτιατική τον λαθρεπιβάτη τους λαθρεπιβάτες
     κλητική λαθρεπιβάτη λαθρεπιβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαθρεπιβάτης < λαθρ- + επιβάτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαθρεπιβάτης αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία