• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

λαθρεπιβάτης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαθρεπιβάτης οι λαθρεπιβάτες
      γενική του λαθρεπιβάτη των λαθρεπιβατών
    αιτιατική τον λαθρεπιβάτη τους λαθρεπιβάτες
     κλητική λαθρεπιβάτη λαθρεπιβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λαθρεπιβάτης < λαθρ- + επιβάτης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαθρεπιβάτης αρσενικό

  • ο επιβάτης ενός μαζικού μέσου μεταφοράς που δεν έχει πληρώσει εισιτήριο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    λαθρεπιβάτης
  • αγγλικά : stowaway (en), fare evader (en)
  • γαλλικά : passager (fr) clandestin (fr),
  • γερμανικά : blinder Passagier (de)
  • ισλανδικά : laumufarþegi (is), farþjófur (is)
  • ιταλικά : clandestino (it)
  • πολωνικά : ślepy pasażer (pl)
  • σουηδικά : fripassagerare (sv)
  • τσεχικά : černý pasažér (cs)
  • φινλανδικά : jänis (fi), salamatkustaja (fi), vapaamatkustaja (fi)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λαθρεπιβάτης&oldid=7164864"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Μαΐου 2025, στις 08:41

Γλώσσες

    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Μαΐου 2025, στις 08:41.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας