Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαθρεπιβάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
λαθρεπιβάτ
ης
οι
λαθρεπιβάτ
ες
γενική
του
λαθρεπιβάτ
η
των
λαθρεπιβατ
ών
αιτιατική
τον
λαθρεπιβάτ
η
τους
λαθρεπιβάτ
ες
κλητική
λαθρεπιβάτ
η
λαθρεπιβάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαθρεπιβάτης
<
λαθρ-
+
επιβάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαθρεπιβάτης
αρσενικό
ο
επιβάτης
ενός μαζικού μέσου μεταφοράς που δεν έχει πληρώσει
εισιτήριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαθρεπιβάτης
αγγλικά
:
stowaway
(en)
,
fare evader
(en)
γαλλικά
:
passager
(fr)
clandestin
(fr)
,
γερμανικά
:
blinder Passagier
(de)
ισλανδικά
:
laumufarþegi
(is)
,
farþjófur
(is)
ιταλικά
:
clandestino
(it)
πολωνικά
:
ślepy pasażer
(pl)
σουηδικά
:
fripassagerare
(sv)
τσεχικά
:
černý pasažér
(cs)
φινλανδικά
:
jänis
(fi)
,
salamatkustaja
(fi)
,
vapaamatkustaja
(fi)