clandestin
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- clandestin < λατινική clandestinus < clam (μυστικά)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /klɑ̃.dɛs.tɛ̃/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | clandestin | clandestins |
θηλυκό | clandestine | clandestines |
clandestin (fr)
- που κρατιέται μυστικός